θεοβρότιον

θεοβρότιον
θεο-βρότιον, τό,= ἀείζων τὸ μικρόν, Ps.-Dsc. 4.89.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεοβρότιον — θεοβρότιον, το (Α) το φυτό αειθαλές τού γένους σέδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βιβρώσκω «τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • θεοβρότιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”